περιελοῦσα

περιελοῦσα
περϊελοῦσα , περιαιρέω
take away something that surrounds
aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
περϊελοῦσα , περιαιρέω
take away something that surrounds
fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιλούζω — περιέλουσα, περιλούστηκα 1. λούζω, περιβρέχω από παντού. 2. μτφ., βρίζω, απειλώ κάποιον: Τον βρήκε και τον περιέλουσε με βρισιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιλούζω — περιλούζω, περιέλουσα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”